τζίγκος

τζίγκος
ο, Ν
βλ. τσίγκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τσίγκος — και τζίγκος, ο, και ζίγκος, Ν κοινή ονομασία τού ψευδαργύρου καθώς και ορισμένων ενώσεών του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zinco < γερμ. Ζινκ] …   Dictionary of Greek

  • τσιγκογραφία — Η χρησιμοποίηση του ψευδαργύρου (αντί του χαλκού ή της πέτρας) στα διάφορα είδη της χαρακτικής και της λιθογραφίας. Στην τ. τα σχεδιάσματα γίνονται απευθείας στην πλάκα ή και μεταφέρονται σ’ αυτή από χημικό χάρτη. Με χημικά έπειτα μέσα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”